καμπύλα

καμπύλα
καμπύλᾱ , καμπύλη
crooked staff
fem nom/voc/acc dual
καμπύλᾱ , καμπύλη
crooked staff
fem nom/voc sg (doric aeolic)
καμπύλος
bent
neut nom/voc/acc pl
καμπύλᾱ , καμπύλος
bent
fem nom/voc/acc dual
καμπύλᾱ , καμπύλος
bent
fem nom/voc sg (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • καμπύλας — καμπύλᾱς , καμπύλη crooked staff fem acc pl καμπύλᾱς , καμπύλη crooked staff fem gen sg (doric aeolic) καμπύλᾱς , καμπύλος bent fem acc pl καμπύλᾱς , καμπύλος bent fem gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καμπύλ' — καμπύλᾱͅ , καμπύλη crooked staff fem dat sg (doric aeolic) καμπύλα , καμπύλος bent neut nom/voc/acc pl καμπύλε , καμπύλος bent masc voc sg καμπύλαι , καμπύλος bent fem nom/voc pl καμπύλᾱͅ , καμπύλος bent fem dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καμπύλαι — καμπύλᾱͅ , καμπύλη crooked staff fem dat sg (doric aeolic) καμπύλος bent fem nom/voc pl καμπύλᾱͅ , καμπύλος bent fem dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άτομο — Στοιχείο της φύσης που η επισήμανσή του σχετίζεται με την ιδέα του αδιαίρετου της ύλης. Ά. είναι το μικρότερο μέρος ενός στοιχείου, το οποίο διατηρεί τις ιδιότητές του και μένει αμετάβλητο στις συνήθεις χημικές αντιδράσεις. Ετυμολογικά ο όρος ά.… …   Dictionary of Greek

  • ακροζύγια — ἀκροζύγια, τα (Α) η ζεύγλη*, τα καμπύλα μέρη τού ζυγού, όπου μπαίνει ο τράχηλος τών ζώων. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκρο (Ι) + ζύγιον < ζυγόν] …   Dictionary of Greek

  • αμάξωμα — Μέρος του οχήματος που καλύπτει, συνδέει και προφυλάσσει τον μηχανισμό του και επιπλέον στεγάζει τους επιβάτες και το φορτίο. Η καθιερωμένη τεχνική προβλέπει α. με μόνο προορισμό την κάλυψη, προσαρμοσμένα σε πλαίσια, ενώ πολυάριθμες σύγχρονες… …   Dictionary of Greek

  • γλουτός — ο (AM γλουτός) μία από τις δύο στρογγυλές προεξοχές στο κάτω άκρο τής ράχης, επάνω στις οποίες καθόμαστε νεοελλ. ναυτ. γλουτοί, οι τα καμπύλα μέρη τής πρύμνης τού πλοίου πάνω από την ίσαλο γραμμή αρχ. πληθ. γλουτοί, οἱ και ουδ. γλουτά, τά… …   Dictionary of Greek

  • κορώνιος — κορώνιος, ον (Α) [κορώνη] 1. αυτός που έχει καμπύλα κέρατα 2. (το αρσ. ως κύριο όν.) ὁ Κορώνιος (ενν. μήν) ονομασία μήνα στην Κνωσό 3. το ουδ. ως ουσ. τὸ κορώνιον είδος φυτού …   Dictionary of Greek

  • κυλλοποδίων — κυλλοποδίων, ονος, ὁ (Α) (προσωνυμία τού Ηφαίστου) αυτός που έχει καμπύλα, στραβά πόδια, στραθοπόδης, κουτσός. [ΕΤΥΜΟΛ. < κυλλός + θ. ποδ τού πούς (πρβλ. γεν. ποδ ός) + κατάλ. ίων για εκφραστικούς λόγους] …   Dictionary of Greek

  • κύκλος — Κάθε καμπύλη του επιπέδου που αποτελεί τον γεωμετρικό τόπο των σημείων του που ισαπέχουν από ένα ορισμένο σημείο. Αν Ε είναι ένα επίπεδο, Ο ένα σημείο του και ρ θετικός αριθμός, τότε υπάρχει ένας και μόνο ένας κ. του επιπέδου Ε με την ιδιότητα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”